- απόλαμπρα
- επίρρ. χρον., μετά το Πάσχα, ξώλαμπρα: Απόλαμπρα λογαριάζουμε να κατεβούμε στην Αθήνα να δούμε τα παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόλαμπρα — επίρρ. μετά το Πάσχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + Λαμπρά ή Λαμπρή] … Dictionary of Greek